Κριτικές στο έργο του Χ.Κυριαζή

Κριτικές στο έργο του Χ.Κυριαζή

 

ΑΥΤΟ ΑΚΡΙΒΩΣ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

      Το άπειρο δεν έχει λέξεις,  το πραγματικό δεν έχει εικόνα. Τα αντικείμενα μάς βλέπουν χωρίς να μας κοιτούν.  Συμβαίνει κάποιες φορές ο ποιητής να επισημαίνει κάτι μες στο σκοτάδι του ύπνου, ο ζωγράφος να σηκώνεται τη νύχτα για να πάει να δει αυτό που υπάρχει στον πίνακά του και ο ίδιος δεν το βλέπει ακόμα. Πόσες φορές πρέπει κανείς να διεισδύσει με αυτόν τον τρόπο στο έργο που βρίσκεται σε εξέλιξη, όχι για να το ιδιοποιηθεί πριν από τους άλλους, ούτε καν για να το κατανοήσει, αφού είναι δουλειά της ζωγραφικής να κατανοήσει εμάς.

      Το θέμα είναι να το ολοκληρώσει, για να μπορέσει να απελευθερωθεί από την τεχνική.  Η υπογραφή είναι το πιο άμεσα αναγνωρίσιμο στοιχείο σε έναν πίνακα και ταυτόχρονα είναι κάτι που δεν έχει όνομα. Η δουλειά δεν τελειώνει παρά στα μάτια του θεατή, όταν το βλέμμα του παύει να πλανιέται για να διακρίνει τι είναι εκείνο που το αιχμαλώτισε. Οι πίνακες είναι παράθυρα ανοικτά σε ένα χώρο που δεν είναι πλέον ούτε μέσα ούτε έξω.

      Είναι αυτό που βλέπουμε, που ακούμε σχεδόν να αντηχεί πάνω στο γαλάζιο τοίχο του ελληνικού ορίζοντα, αυτός ο άμεσος συσχετισμός μεταξύ των στοιχείων.  Μία αντήχηση που ήρθε να σπάσει το νόμο της σιωπής, μία κραυγή που γίνεται ορατή χάρη στην υπερβολή του φωτός, σε αυτήν τη χώρα όπου κάθε βουνό είναι ένα θέατρο, που ακόμη και το παραμικρό κούτσουρο ελιάς είναι μια θρυλική τραγωδία. Ακόμη και οι πέτρες εκεί έχουν λαξευτεί από τους λιμούς και τους πολέμους, διαβρωμένες από το προσκύνημα των τουριστών.

      Εξού αυτές οι αναθηματικές στήλες, αυτοί οι ογκόλιθοι ακατέργαστης μνήμης που βρίσκεται ακόμα στη φάση της αφομοίωσης, η απροσπέλαστη εγγύτητά τους.  Είναι τα εσωτερικά υαλογραφήματα του ΧΡΗΣΤΟΥ ΚΥΡΙΑΖΗ.  Δεν διερωτάσαι ποιον θέλει να επικαλεστεί ο ζωγράφος στην εικόνα του. Οι μορφές ζωντανεύουν  από μία παρουσία που είναι όλη δική τους. Είναι μία μνήμη που συνεχίζει να πορεύεται, αφού ο βωμός της Ιστορίας είναι ακόμη λουσμένος στο αίμα των ερμηνειών. Είναι μία μαρτυρία γεγονότων στα οποία δεν υπήρξε συμμετοχή,  όπου ο μάρτυρας δεν αφήνεται να τον συνθλίψει το βάρος της παράδοσης.

      Πλανάται κανείς αν πιστεύει πως ένας πίνακας είναι ακίνητος. Πρόκειται για καθαρή κίνηση.  Δεν υπάρχει τίποτε το αφελές ή το μαγικό σε αυτά τα υπερβολικά ανθρώπινα αρχέτυπα για να είναι είδωλα.  Στο έργο του, ο ζωγράφος υπακούει μόνο στην ιεραρχία της καρδιάς. Εδώ το άγνωστο δεν είναι πλέον απρόσωπο. Ενσωματώνεται σε μια καινούργια μορφολογία του ιερού. Δίχως εγκαρτέρηση ή αγανάκτηση,  το άτομο εντάσσεται στη μάζα από την οποία προέρχεται, προστατευτική και μαρμαρωμένη ταυτόχρονα, μέσα στη βουβή ικεσία της.

      Είναι η στήλη των λησμονημένων. Ηρώων παρά τη θέλησή τους, μεταναστών ή μαρτύρων χωρίς παράσημα. Τα δάχτυλά μας είναι τα μάτια τους, οι σκιές μας οι φωνές τους. Δεν είναι τίποτα χωρίς αυτήν τη διαβεβαίωση αθωότητας.  Δεν θα είχαν υπάρξει ζωντανοί παρά για να πεθάνουν δύο φορές,  αν ο θάνατος ήταν αυτή η ανασύνθεση της ύλης, αυτή η είσοδος σε μιαν άλλη εποχή, που θα ήταν εκείνη της ζωγραφικής, σε αυτό που θα μπορούσε κανείς να ονομάσει συνέχιση της ζωής με άλλα μέσα. 

     Αυτή η εποχή είναι λοιπόν κάλλιστα η δική μας, αλλά κυρίως αυτά τα σώματα, τα τόσο ή υπερβολικά αγαπημένα, όσο έκπτωτα ή χρεωκοπημένα κι αν είναι,  δεν έχουν χάσει τίποτα από την παρουσία τους μέσα από την εξαφάνισή τους. Αν η ζωή τους παρουσιάζεται σαν επιτάχυνση της ύλης, εδώ δεν θα έκανε τίποτε άλλο από το να παρατείνεται αλλάζοντας, μέσα από γραμμές και χρώματα, κλίμακα σωματικότητας.  Αυτό που μπορεί κανείς να αντιληφθεί, μέσα από το εμπνευσμένο πρίσμα του ΧΡΗΣΤΟΥ ΚΥΡΙΑΖΗ, κάτω από την αόρατη οθόνη αυτού του θεάτρου σκιών, είναι ότι η πορεία του πεπρωμένου δεν τελειώνει μαζί με εμάς.

      Η μεταμόρφωσή της από το χέρι του ζωγράφου είναι το έργο μιας συλλογικής μοίρας. Ωσάν η ζωή μας να περιέκλειε μία άλλη, της οποίας ήμαστε σήμερα, αιχμάλωτοι μέσα στο θόρυβο και στο πλήθος, η πρώτη ύλη.  Είναι επίσης μία πορεία ενάντια στο πεπρωμένο, επειδή το πεπρωμένο είναι τυφλό.  Μία πορεία που έχει ήδη αρχίσει κάτω από τα δύσπιστα μάτια μας, για να απελευθερωθούμε  από το τυχαίο, στο οποίο εστιάζει το βλέμμα του ζωγράφου για να αποδείξει ότι δεν είναι αναγκαίο.

       Δεν πρόκειται για ένα απλό παιχνίδι αντιθέσεων ή φωτισμών, αλλά για την ενσάρκωση της ελπίδας.  Τα πρόσωπα αυτής της χωρίς λόγια διήγησης δεν έχουν εξήγηση να δώσουν.  Είναι από μόνα τους ολόκληρη η Ιστορία. Η ακινησία τους δεν τα εμποδίζει να προχωρούν.  Δεν τους αρκεί να περιμένουν, αλλά αρνούνται το μοιραίο.  Υπερβαίνουν τα σύνορα της λογικής, χωρίς να φοβούνται την επιθυμία ή τη μετάνοια,  χωρίς να αποκλείουν την αγωνία ή το έλεος.

      Αυτός ο ενδιάμεσος κόσμος δεν είναι εκείνος της κρίσεως. Μόνο το ένστικτο τα οδηγεί μέσα από την ταχύτητα και τον όγκο, μεταξύ διαφάνειας και μυστικού.  Δεν είναι υποχρεωμένα να δικαιολογήσουν αυτό που δείχνουν. Δεν αποκαθιστούν καμία αδικία και δεν ελαφρύνουν σε τίποτα τον πόνο μας, αφού δεν έχουν τίποτε να συγχωρήσουν.  Δεν συγχωρούμε παρά την αδικία που επιβάλλεται,  που υφιστάμεθα.  Δεν είναι αυτό που περιμένουμε από την τέχνη.

      Η ζωγραφική δεν έχει ισχύ νόμου, αφού η απλή κίνηση του να ενώνει ή να χωρίζει κανείς οτιδήποτε πάνω σε έναν πίνακα είναι πάνω από το επανορθώσιμο ή το απαγορευμένο.  Είναι ένας άλλος χρόνος μέσα στο χρόνο, όπου οι αποκλεισμένοι είναι προάγγελοι, οι δήμιοι είναι επίσης θύματα, τα ελλείμματα είναι πλούτος. Μόνο για τη λησμονιά δεν υπάρχει γιατρικό και, χωρίς αμφιβολία, θέλει μεγάλη τόλμη να επαναφέρεις στο φως, σα βεβαιότητα, την αρχαιότητα αυτού του μυστηρίου που γιορτάζεται εδώ για να επικαλεστείς την επιστροφή των εξόριστων.   

     Αλλά δεν χρειάζεται να τονίσεις σ’ έναν Έλληνα ότι το αντίθετο της αδικίας είναι η τραγωδία, ότι ένα θέατρο είναι φτιαγμένο για να ξαναβρίσκουμε, μαζί, την ενότητα μέσα στη μοναξιά. Το θέμα είναι να ξαναβρούμε την ισορροπία στο σεισμό και τη φόρα στην πτώση, την ίδια ώρα που οι πρωταγωνιστές αυτού του δράματος δεν θα είχαν παρά μία φωνή κάτω από εκατό μάσκες. δεν χρειάζεται καν να μιλήσουν. Ενσαρκώνουν το λόγο τους. Τον αντιπροσωπεύουν.

    Με τον ίδιο τρόπο η ζωγραφική του ΧΡΗΣΤΟΥ ΚΥΡΙΑΖΗ ενσαρκώνει τη δική τους πλευρά του ακατανίκητου αινίγματος. Η εικόνα αντιπροσωπεύει την άλλη πλευρά του λόγου. Είναι ο τόπος μίας δεύτερης μοιρασιάς, μιας κοινοκτημοσύνης των σωμάτων, πάνω από αδικία και ανισότητες, ωσάν να μπορούσαμε να αγγίξουμε το φανταστικό, ή σαν να ήταν οι ίδιοι το φανταστικό προσωποποιημένο,  ωσάν η ψυχή τους, που ήθελε να είναι αθάνατη,  ήταν ακριβώς αυτή η μορφή που πήραν.

      Αυτός είναι και ο λόγος που δείχνουν να είναι αλλού, προσηλωμένοι στο βλέμμα μας, συγκεντρωμένοι στην άλλη όχθη από την οποία έρχονται για να ενώσουν όλες τις συμπεριφορές τους σε μία,  κρατώντας μόνο ό,τι θεωρούμε αναντικατάστατο στον πυρήνα της αλλαγής. Έτσι μας παρουσιάζονται, πιο αληθινοί από την πραγματικότητα, στριμωγμένοι μέσα στο εικονοστάσι τους ανάμεσα στο μέλλον και στο ποτέ, σαν φυλακισμένοι πίσω από ένα τζάμι που περιμένουν να έρθουμε να τους δούμε και παρ’ όλα αυτά ήδη ελεύθεροι, γιατί αυτό ακριβώς είναι η ζωγραφική, με τη σειρά τους πιο ζωντανοί που συγκράτησαν για λίγο πάνω τους το πρόσωπό μας.

Dominique Grandmont,   21  Μαρτίου 2011                                                                    

Ποιητής, δοκιμιογράφος και μεταφραστής, ο Dominique Grandmont γεννήθηκε στις 25  Ιανουαρίου του 1941 στο Montauban του Tarn-et-Garonne (Γαλλία). Ακολούθησαν παιδικά χρόνια στο Παρίσι, σπουδές βιολιού, κλασικές ανθρωπιστικές σπουδές στο γυμνάσιο Stanislas και στο λύκειο Louis-le-Grand,  μετά στην ιησουιτική σχολή Sainte-Geneviève de Versailles. Απόφοιτος της σχολής Saint-Cyr και εν ενεργεία αξιωματικός, αφοσιώνεται στη λογοτεχνία από το 1964. Του οφείλουμε ένα σημαντικό ποιητικό και μεταφραστικό έργο,  κυρίως τις μεταφράσεις του Γιάννη Ρίτσου (Poésie/Gallimard, 2001) και του Κωνσταντίνου Καβάφη (Poésie/Gallimard, 2003).  Το τελευταίο του δοκίμιο, «Cri  sans  voix  poésie», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Tarabuste (2010).  Η επιστολική συνομιλία «Foule  ouverte  asphalte» κυκλοφόρησε το 2011 από τις εκδόσεις La passe du vent.                               

 

                    C’EST   SÛREMENT  CELA, LA  PEINTURE

 

      L’infini  n’a  pas  de  mots,  le  réel  pas  d’image. Les  objets  nous  voient  sans  nous  regarder.  Il  arrive  au  poète  de  noter  quelque  chose  dans  l’obscurité  du  sommeil,  au  peintre  de   se  relever   la  nuit  pour  aller  voir  ce  qu’il  y  a  dans  son  tableau  que  lui-même  ne  voit  pas  encore. Combien  de  fois  faut-il  entrer  ainsi  dans  l’œuvre  en  cours,  non  pas  pour  se  l’approprier avant  les  autres,  même  pas  pour  la  comprendre,  puisque  c’est  à  la  peinture  de  nous  comprendre.

      Il  s’agit  de  l’achever,  pour  pouvoir  se  libérer  de  la  technique.  La  signature  est  ce  qu’il  y  a  de  plus  immédiatement  reconnaissable  dans  un  tableau,  en   même   temps   qu’elle   est   quelque  chose  qui  n’a  pas  de  nom.  Le  travail  ne  s’accomplit  que  dans  l’œil  du  spectateur,  quand  son  regard  cesse d’errer  pour  discerner  ce  par  quoi  il  est  saisi.  Les  tableaux  sont  des  fenêtres  ouvertes  sur  un  espace qui  n’est  plus  dedans  ni  dehors.

      C’est  ce  qu’on  voit,  qu’on  entend  presque  se  répercuter  sur  le  mur  bleu  de  l’horizon grec,  cette mise  en  rapport  directe  entre  les  éléments.  Une  sonorité  venue   déchirer  la   loi  du  silence,  un  cri  rendu  visible  par  l’excès  de  lumière,  dans  ce  pays    chaque  montagne  est  un  théâtre,  la  moindre   souche  d’olivier  une  tragédie  légendaire. Même  les  pierres  y  sont  sculptées  par  les famines  et  par  les  guerres,  usées  par  le  pèlerinage   des  touristes.

      D’où  ces  stèles  tutélaires,  ces  blocs  de  mémoire  brute  encore  en  fusion,  leur  intouchable  proximité.  Ce sont les  vitraux  intérieurs  de  CHRISTOS  KYRIAZIS.  On  ne  se  demande  pas  qui  le  peintre  entend  évoquer  dans  sa  fresque.  Ils  sont  animés  d’une  présence  qui  leur  est  propre.  Il  s’agit  d’une  mémoire  en  marche.  Car  l’autel  de  l’histoire  ruisselle  encore  du  sang  des  interprétations.  Il  s’agit  de  témoigner  sans  parti pris,  sans  se  laisser  écraser  par  le  poids  de  la   tradition.

      C’est  une  illusion  de  croire  qu’un  tableau  est  immobile.  C’est un  geste  à  l’état  pur.  Rien  de  naïf  ou  de  magique  dans  ces  archétypes  trop  humains  pour  être  des  idoles.  Dans son  travail,  le  peintre  n’obéit  qu’à  la  hiérarchie  du  cœur.  Ici  l’inconnu  n’est  plus  anonyme.  Il  s’intègre  dans  une  configuration  nouvelle  du  sacré.  Sans  résignation  ni  révolte,  l’individu s’inscrit  dans  cette masse dont  il  est  issu,  à  la  fois protectrice  et  figée  dans  son  imploration  muette.

      Il  s’agit  de  la  stèle  des  oubliés.  Héros  malgré  eux,  émigrés  ou  martyrs  sans  palmes. Nos  doigts  sont  leurs  yeux,  nos  ombres  leurs  voix.  Ils  ne  sont rien  sans  cette protestation  d’innocence.  Ils  ne  seraient  vivants  que  d’être  deux  fois  morts,  si  mourir  était  cette recomposition  de  la  matière, cette entrée  dans  un  autre temps  qui  serait  celui  de  la  peinture,  dans  ce  qu’on  pourrait  appeler  une  poursuite  de   la  vie  par  d’autres  moyens. 

     Ce  temps-là   est   donc   bien   le  nôtre,  mais   surtout  ces  corps  tant  ou  trop  aimés,  aussi  déchus  soient-ils  ou  faillis,  n’ont  rien  perdu  de  leur  présence  à  travers  leur  disparition.  Si  leur  vie  se  présente  comme  une  accélération  de  la  matière,  elle  ne  ferait   ici  que  se  prolonger  en  changeant,  à  travers  lignes et  couleurs,  d’échelle  de  corporalité.  Ce  qu’on  peut  discerner,  dans  le  prisme  inspiré  de  CHRISTOS  KYRIAZIS,   sous  l’invisible  écran  de  ce  théâtre  d’ombres,  c’est  que  la  marche  du  destin  ne  s’achève  pas  avec  nous.

      Sa  transfiguration  sous  la  main  du  peintre  est  l’œuvre  d’une  destinée  collective. Comme  si  notre  vie  en  contenait  une  autre,  dont  nous  étions aujourd’hui,  pris  dans  le  bruit  et  le  nombre,  la  matière  première.  C’est  aussi  une  marche  contre  le  destin, parce  qu’il  est  aveugle.  Une  marche  déjà  commencée  sous  nos  yeux  incrédules, pour  se  libérer du  hasard,  sur  lequel  se  resserre  le  regard  du  peintre  pour  en  déjouer  la  nécessité.

       Il  ne  s’agit  pas  d’un   simple  jeu  de  contrastes  ou  de  lumières,  mais  de  donner  corps  à  l’espoir.  Les  personnages de ce  récit  sans  parole  n’ont  pas  d’explication  à  donner.  Ils  sont  à  eux  seuls  toute  l’histoire.  Leur  immobilité  ne  les  empêche  pas  d’avancer.  Ils  ne  se  contentent  pas  d’attendre,  mais  refusent  la  fatalité.   Ils  franchissent  les  frontières  de  la  raison  sans  craindre  désir  ni  regret,  sans  exclure  angoisse  ou  pitié.

      Ce  monde  intermédiaire  n’est  pas  celui  du  jugement. L’instinct  seul  les  dirige  à  travers  vitesse  et  volume,  entre  transparence   et   secret.  Ils  n’ont  pas  à  justifier  ce  qu’ils  montrent.  Ils  ne  redressent  aucun  tort  et  n’allègent  en  rien  notre peine,  puisqu’ils  n’ont  rien à  pardonner.  On  ne pardonne  que  l’injustice  infligée,  subie.  Ce  n’est  pas  ce  qu’on  attend  de  l’art.

      Peindre  n’a  pas  force  de  loi,  parce  que  le  simple  geste  d’unir  ou  de  séparer  quoi  que  ce  soit  sur  une  toile  est  au-delà  du  réparable  ou  de  l’interdit.  C’est  un  autre  temps  dans le temps,    les  exclus  sont  des  précurseurs,  les  bourreaux  sont  aussi  victimes,  les déficits  font  la  richesse. Seul  l’oubli  n’a  plus  de  remède, et  sans  doute  faut-il            une certaine audace pour remettre à jour, comme une certitude,         l’antiquité  de  ce  mystère  ici  célébré  pour  invoquer  le  retour  des  exilés.    

       Mais  ce  n’est  pas  à  un  Grec  qu’il  faut  répéter  que  le  contraire  de  l’injustice,  c’est  la  tragédie,  qu’un  théâtre  est  fait  pour  retrouver,  ensemble,  l’unité  dans  la  solitude.  Il s’agit  de  retrouver  l’équilibre  dans  le  séisme  et   l’élan  dans  la  chute,  en  même  temps  que les  acteurs  de  ce  drame n’auraient  qu’une  voix  sous  cent  masques. Ils  n’ont  même  pas  besoin de  parler.  Ils  incarnent  leur  parole.  Ils  la  représentent.

    De  même  la  peinture  de  CHRISTOS  KYRIAZIS  incarne-t-elle  leur  part  d’énigme  irréductible. L’image représente  l’autre  côté de  la  parole. Elle  est   le  lieu  d’un  second  partage,  d’une  mise  en  commun  des  corps,  au-delà   de l’injustice et des  inégalités, comme si l’on  pouvait toucher  l’imaginaire,  ou  qu’ils  étaient  l’imaginaire  en personne,  comme  si  leur  âme,  qui  se  voulait  immortelle,  était  justement  cette  forme-là  qu’ils ont  prise.

      C’est  pour  cela  qu’ils  font  semblant  d’être  ailleurs, attentifs  à  notre  regard,  groupés  sur  l’autre  rive    ils  en  viennent  à  fondre  toutes  leurs  attitudes en  une  seule,  en  ne  gardant que  ce  que  nous  avons  d’irremplaçable   au  cœur  du  changement. C’est  en cela  qu’ils  sont  présents,  plus  vrais  que  le  réel,  serrés dans  leur  iconostase  entre l’avenir  et  jamais,  comme  des  prisonniers  derrière  une  vitre  attendant  qu’on  vienne  les  voir,  et  pourtant  déjà  libres, c’est  sûrement cela,  la peinture,  à  leur  tour  plus  vivants d’avoir quelques  instants  retenu  sur  eux  notre  propre  visage.

Dominique Grandmont,   le 21  mars 2011                                                  

                                                                  

Poète,  essayiste  et  traducteur,  Dominique Grandmont est    le 25  janvier 1941 à Montauban, dans le Tarn-et-Garonne (France). Enfance parisienne, études de violon, humanités classiques au collège Stanislas et lycée Louis-le-Grand,  puis  chez les jésuites, à  l’école  Sainte-Geneviève de Versailles. Ancien élève  de  l’école  de  Saint-Cyr  et  officier  d’active, il  se  consacre  à  la  littérature  dès  1964. On  lui  doit  une importante  œuvre  poétique et  des  traductions,  notamment  de  Yannis  Ritsos (Poésie/Gallimard, 2001), et  de   Constantin   Cavafis  (Poésie/Gallimard, 2003).  Son   dernier  essai : Cri  sans  voix  poésie, est  aux  éditions  Tarabuste (2010).  Un entretien  par  lettres : Foule  ouverte  asphalte, vient de  paraître  en 2011,  à  la Passe du vent.